ραφιολεπίδα

ραφιολεπίδα
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες τής τάξης ροδώδη και περιλαμβάνει 15 περίπου είδη αείφυλλων θάμνων τής ανατολικής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhaphiolepis (< ῥαφίς + λεπίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”